πτιλωτός

πτιλωτός
η , όν
1) покрытый пухом; 2) пуховый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πτιλωτός" в других словарях:

  • πτιλωτός — ή, ό / πτιλωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει ή είναι παραγεμισμένος με πτίλα, πουπουλένιος αρχ. 1. (για φιάλη) αυτός που είναι στολισμένος με σχήματα φτερών 2. φρ. «πτιλωτὰ ἔντομα» τα έντομα που έχουν μεμβρανώδεις πτέρυγες, τα υμενόπτερα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πτιλωτός — ή, ό αυτός που έχει πούπουλα ή είναι γεμισμένος με πούπουλα, αλλ. πουπουλένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτιλωτά — πτιλωτός winged neut nom/voc/acc pl πτιλωτά̱ , πτιλωτός winged fem nom/voc/acc dual πτιλωτά̱ , πτιλωτός winged fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτιλώδης — ες, Ν αυτός που μοιάζει με πτίλο ή ο πτιλωτός, ο πουπουλένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλο(ν) «πούπουλο». Η λ., στο ουδ. πτιλῶδες, μαρτυρείται από το 1860 στο Λεξικὸν Ἑλληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»